- καταδαίνυμαι
- καταδαίνυμαι, only in [tense] aor. 1 κατεδαισάμην,A devour, consume,
νιν φλὸξ κατεδαίσατο Phryn.Trag.6
, cf. Is.Fr.152, Theoc.4.34, Ael.NA 12.6, Ath.9.399a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νιν φλὸξ κατεδαίσατο Phryn.Trag.6
, cf. Is.Fr.152, Theoc.4.34, Ael.NA 12.6, Ath.9.399a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταδαίνυμαι — (Α) καταβροχθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δαίνυμαι «τρώγω»] … Dictionary of Greek
καταδαίνυται — καταδαίνυμαι devour pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδαίσασθαι — καταδαίνυμαι devour aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδαίσηται — καταδαίνυμαι devour aor subj mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεδαισάμεθα — καταδαίνυμαι devour aor ind mid 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεδαίνυτο — καταδαίνυμαι devour imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεδαίσαντο — καταδαίνυμαι devour aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεδαίσατο — καταδαίνυμαι devour aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)